- ἀποδικάσας
- ἀποδικά̱σᾱς , ἀποδικάζωacquitfut part act fem acc pl (doric)ἀποδικά̱σᾱς , ἀποδικάζωacquitfut part act fem gen sg (doric)ἀποδικάσᾱς , ἀποδικάζωacquitaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.